Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής είναι ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα
σκεύη με κασσίτερο Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν.
Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους,
γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα
σκεύη. Τα παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι
για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα
[μπακιρένια]. Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν
επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η
επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο (κασσίτερος). Ο γανωματής
αφού καθάριζε καλά τα σκεύη, άλειφε το εσωτερικό τους με σπίρτο (υδροχλωρικό
οξύ ) και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι ή άμμο. Ύστερα ζέσταινε καλά το
χάλκινο σκεύος στη φωτιά και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει
καλύτερα το καλάι. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το λιωμένο
καλάι στην επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού
υφάσματος. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Το επάγγελμα του καλαθοποιού ήταν γνωστό σε χωριά όπου τα υλικά για τις ανάγκες
της παραγωγής ήταν άφθονα. Τα υλικά αυτά τα έπαιρναν από τις λυγαριές και τα
καλάμια.
Από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί έβγαζαν τις μακριές βίτσες. Με τις βίτσες αυτές, εκτός που έπλεκαν, σχίζοντας τες στα δυο, εξασφάλιζαν και το πλέξιμο των καλαθιών και των άλλων κοφινιών. Με τις βίτσες πλέκονταν ο πάτος των καλαθιών και κοφινιών.
Τα πετροκόφινα κατασκευάζονταν ολόκληρα από λυγαριά ή μυρσίνη και αυτά χρησιμοποιούνταν και για τη μπουγάδα του νοικοκυριού, τα μπουγαδοκόφινα. Με λεπτές βίτσες λυγαριάς ή μυρσίνης ο καλαθοποιός έπλεκε και τα τουπιά του τυριού και της μυζήθρας. Επίσης κατασκεύαζαν και τις κόφες που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες οικιακές χρήσεις, κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν στον τρύγο, για τη μεταφορά των σταφυλιών από το αμπέλι στο πατητήρι.
Από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί έβγαζαν τις μακριές βίτσες. Με τις βίτσες αυτές, εκτός που έπλεκαν, σχίζοντας τες στα δυο, εξασφάλιζαν και το πλέξιμο των καλαθιών και των άλλων κοφινιών. Με τις βίτσες πλέκονταν ο πάτος των καλαθιών και κοφινιών.
Τα πετροκόφινα κατασκευάζονταν ολόκληρα από λυγαριά ή μυρσίνη και αυτά χρησιμοποιούνταν και για τη μπουγάδα του νοικοκυριού, τα μπουγαδοκόφινα. Με λεπτές βίτσες λυγαριάς ή μυρσίνης ο καλαθοποιός έπλεκε και τα τουπιά του τυριού και της μυζήθρας. Επίσης κατασκεύαζαν και τις κόφες που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες οικιακές χρήσεις, κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν στον τρύγο, για τη μεταφορά των σταφυλιών από το αμπέλι στο πατητήρι.
Μυλωνάδες λέγονταν αυτοί
που εργάζονταν στους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να παράγουν αλεύρι, με το
οποίο παρασκεύαζε το ψωμί της η οικογένεια. Οι αλευρόμυλοι διακρίνονταν σε κείνους
που κινούνταν με νερό τους νερόμυλους, και σε κείνους που κινούνταν με
τον αέρα, ανεμόμυλοι. Οι περισσότεροι νερόμυλοι λειτουργούσαν το χειμώνα
και ελάχιστοι το καλοκαίρι και σε τόπους όπου υπήρχαν τρεχάμενα νερά.
Οι ανεμόμυλοι κινούνταν με τη βοήθεια του ανέμου και γι’ αυτό οι περισσότεροι λειτουργούσαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι άνεμοι ήταν ήπιοι. Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν τις πιο πολλές φορές ομαδικά στα λεγόμενα μυλοτόπια. Και στις δυο περιπτώσεις ο βασικός κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν σε αλεύρι.
Οι ανεμόμυλοι κινούνταν με τη βοήθεια του ανέμου και γι’ αυτό οι περισσότεροι λειτουργούσαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι άνεμοι ήταν ήπιοι. Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν τις πιο πολλές φορές ομαδικά στα λεγόμενα μυλοτόπια. Και στις δυο περιπτώσεις ο βασικός κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν σε αλεύρι.
Ντενεκετζής ήταν ο
κατασκευαστής διαφόρων ντενεκεδένιων σκευών για οικιακή, αγροτική, κτηνοτροφική
και βιομηχανική χρήση.
Τα κυριότερα σκεύη, που κατασκεύαζε ο ντενεκετζής, ήταν οι κουβάδες του
νερού, οι λάντζες, τα χωνιά, οι λύχνοι, τα φανάρια, τα ποτιστήρια, τα δοχεία
μεταφοράς νερού και γάλατος, τα μαγκάλια κ.α.
Εκτός από τα παραπάνω είδη, ο ντενεκετζής κατασκεύαζε και κόσκινα.
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ - ΑΛΜΠΑΝΤΗΣ
Αλμπάντης ή πεταλωτής ήταν ο τεχνίτης που πετάλωνε τα άλογα, τα μουλάρια
και τους γαϊδάρους.
Το επάγγελμα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους για πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.
Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου είχαν φαγωθεί με τη χρήση. Τα καινούρια πέταλα, που χρησιμοποιούνταν στα μουλάρια και στα μικρόσωμα άλογα,
ήταν ολόγεμα, γιατί στα μεγαλόσωμα άλογα χρησιμοποιούνταν πέταλα, που κάλυπταν μόνο γύρω - γύρω το άκρο του πέλματος με κενό
το μέσο και με δυο κάθετες εξοχές στα άκρα, για να προφυλάσσουν το άλογο από το
γλίστρημα.
Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα, που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά.
Το επάγγελμα εξασκούνταν κυρίως στα κεφαλοχώρια, όπου οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα γύρω χωριά τα ζώα τους για πετάλωμα. Το καλίκωμα (πετάλωμα), που έκανε ο αλμπάντης ήτανε δυο ειδών: το καινούριο πετάλωμα και το καγιάρι.
Το καινούριο πετάλωμα γινόταν όταν τα πέταλα του ζώου είχαν φαγωθεί με τη χρήση.
Το καγιάρι είναι όμοιο με το καινούριο πετάλωμα με μόνη τη διαφορά ότι στο καγιάρι χρησιμοποιούνταν τα ίδια πέταλα, που φορούσε το ζώο, επειδή δεν παρουσίαζαν μεγάλη φθορά.
ΣΩΜΑΡΑΣ Ή ΣΑΜΑΡΑΣ
Σαμαράς ήταν ο
τεχνίτης που κατασκεύαζε σαμάρια για τα χοντρά ζώα που χρησιμοποιούσαν οι
αγρότες για τις μεταφορές τους (μουλάρια, άλογα και γαϊδάρους). Τα σαμάρια,
ανάλογα με το ζώο και τον ιδιοκτήτη τους μπορούσαν να είναι από πολύ φτωχά στην
κατασκευή και διακόσμηση τους, μέχρι πολύ ακριβά και φανταχτερά. Το σαμάρι
αποτελούνταν από τρία μέρη δηλ. από τον ξύλινο σκελετό, από το εσωτερικό
γέμισμα και από τα δερμάτινα εξαρτήματα.
Η κατασκευή του ξύλινου σκελετού ήταν η κύρια τέχνη του σαμαρά, που
απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα, γιατί όλα τα κομμάτια, που τον αποτελούσαν,
πελεκούνταν από τον ίδιο με το κοφτερό σκεπάρνι και απαιτούνταν λεπτή δουλειά
ώστε να μην διακρίνονται τα σκαψίματα στα ξύλα του σκελετού.
Το εσωτερικό γέμισμα ήταν ένα είδος στρώματος με εξωτερική επικάλυψη από
ένα πολύ λεπτό δέρμα και από εσωτερική από ένα πίλημα λευκό μάλλινο, το
στρασούρι, με ενδιάμεσο γέμισμα από το χόρτο αφράτο. Το στρώμα αυτό ραβόταν από
το σαμαρά με τη σαμαροβελόνα, διπλώνονταν και έμπαινε μέσα στον ξύλινο σκελετό.
Από τα πλάγια του σαμαριού κρέμονται
δερμάτινες λουρίδες, όπου πατεί τα πόδια του ο αναβάτης για να καβαλικέψει το
ζώο.
Το σαμάρι χρησιμοποιήθηκε για να γίνονται οι μεταφορές σε ανθρώπους και
πράματα με τα ζώα.
Σήμερα ο τσαγκάρης, είναι ο τεχνίτης που επιδιορθώνει τα παπούτσια μας.
Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή, μετά από
παραγγελία. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη και δερμάτινα πάνω – κάτω.
Το τσαγκαράδικο αποτελούνταν από τον πάγκο εργασίας .Πάνω ή κοντά στον
πάγκο ήταν τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο τσαγκάρης, τα σουβλιά
οι τσαγκαροβελόνες, οι φαλτσέτες, τα σφυριά, οι σπάγγοι και τα καλαπόδια. Πάνω
στην τάβλα κόβονταν επίσης τα δέρματα, που χρησιμοποιούνταν για όλα τα είδη
καλίκωσης με το ειδικό τσαγκαρομάχαιρο. Σήμερα το επάγγελμα του παραδοσιακού τσαγκάρη είναι ένα από αυτά που
χάνονται. Όσοι υπάρχουν ασχολούνται μόνο με επιδιορθώσεις.
ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ
Τζαμπάζης λεγόταν ο
έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων αλλά και
βοδινών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν ή τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα
καλύτερα , με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν εύρισκαν συμφέρουσα τιμή.
Το μεγαλύτερο μέρος της πώλησης γίνονταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ζώα για πώληση ή ανταλλαγή.
Το μεγαλύτερο μέρος της πώλησης γίνονταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ζώα για πώληση ή ανταλλαγή.
ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ
Παγωτατζής λεγόταν αυτός που κατασκεύαζε παγωτά χρησιμοποιώντας γάλα, ζάχαρη, και
φρούτα ως βασικά συστατικά.
Το αμαξάκι για τον παγωτατζή ήταν ένας πιστός φίλος. Το έβαφε, το ζωγράφιζε με όμορφα σχέδια.
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να έχουν ψυγείο στο σπίτι τους. Ούτε και οι μαγαζάτορες μπορούσαν εύκολα να αγοράσουν ένα ψυγείο για το μαγαζί τους. Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να πάρουν παγωτό μόνο από τον παγωτατζή.
Κάθε πρωί ο παγωτατζής αγόραζε μεγάλες κολόνες πάγου. Τις έβαζε μέσα στο καρότσι με το παγωτό που είχε φτιάξει και γύριζε τις συνοικίες καλώντας τα παιδιά να αγοράσουν παγωτό.
Το αμαξάκι για τον παγωτατζή ήταν ένας πιστός φίλος. Το έβαφε, το ζωγράφιζε με όμορφα σχέδια.
Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να έχουν ψυγείο στο σπίτι τους. Ούτε και οι μαγαζάτορες μπορούσαν εύκολα να αγοράσουν ένα ψυγείο για το μαγαζί τους. Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να πάρουν παγωτό μόνο από τον παγωτατζή.
Κάθε πρωί ο παγωτατζής αγόραζε μεγάλες κολόνες πάγου. Τις έβαζε μέσα στο καρότσι με το παγωτό που είχε φτιάξει και γύριζε τις συνοικίες καλώντας τα παιδιά να αγοράσουν παγωτό.
Μπράβο, Δημητράκη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολύ ωραία!