Στους μαθητές μου!!!


Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε σαν άσκηση στα πλαίσια του προγράμματος Επιμόρφωσης ΤΠΕ Β' Επίπεδο. Με πολλή αγάπη μαζί τώρα θα το εμπλουτίσουμε με εργασίες, σκέψεις και εικόνες και ελπίζω να αποτελέσει τον αγαπημένο δικτυακό σας τόπο. Μέσα στις σελίδες του να ταξιδέψετε τώρα, αλλά και αργότερα για να κρατήσετε ζωντανά στη μνήμη σας όσα θα ζήσουμε μαζί αυτή τη χρονιά.

Το Σχολείο

Το Σχολείο

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες

Μπήκαμε στο ψηφιακό σχολείο. Μετά πατήσαμε την ιστορία και πήραμε το μάθημα που λέγεται Στους Κίκονες , στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες  και το αντιγράψαμε στο πρόγραμμα hot potaoes για να φτιάξουμε την άσκηση συμπλήρωσης κενών. Επίσης υπογραμμίσαμε τις μαύρες λέξεις με κόκκινο  για να δημιουργηθούν τα κενά και πάνω γράψαμε τον τίτλο.
Γιώργος και Ζωή
Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες

Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες

Συμπλήρωσε τα κενά και στη συνέχεια πάτησε το κουμπί " 'Ελεγχος" για να ελέγξεις τις απαντήσεις σας.
Ο έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των . Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.
Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των . Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε , που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν.
Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των . Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας , ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο , πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. « µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.
Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. «Με ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.
Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του πιο µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.
Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.
«, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη». Άρπαξε τότε ένα τεράστιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια , να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...